δολώσῃ

δολώσῃ
δολώσηι , δόλωσις
tricking
fem dat sg (epic)
δολόω
beguile
aor subj mid 2nd sg
δολόω
beguile
aor subj act 3rd sg
δολόω
beguile
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυναλώπηξ — κυναλώπηξ, εκος, ἡ (Α) 1. είδος λαγωνικού σκύλου που προήλθε από διασταύρωση σκύλου και αλεπούς 2. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός ή επωνύμιο πορνοβοσκού, κακοήθης, πανούργος, άτιμος 3. μτφ. σκωπτικό επίθ. τού Κλέωνος («Αἰγείδη, φράσσαι κυναλώπεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”